-
1 κατ-αλοάω
κατ-αλοάω (s. ἀλοάω), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.
-
2 καταλοαω
1) растаптывать, раздавливать2) поражать, ранить3) умерщвлять, убивать(τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.)